ἀντίου

ἀντίου
ἀντίον
neut gen sg
ἀντίος
set against
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ANTIATES — vide Antium. Suidas, Ἀντιάτας. τοὺς ἀπὸ Ἀντίου πόλεως, ἡ ἀπέχει Ῥώ???ης τ᾿ ςταδιούς. Horum aquaeductus, inter opera Antonini Pii, recensentur, apud Capitolin. c. 8 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γκάρδιο — το μικρό ραβδί από ξύλο ή καλάμι πάνω στη στενόμακρη γλυφή τού αντιού τού ιστού, για να τυλίγεται εύκολα το ύφασμα …   Dictionary of Greek

  • Άντσιο — (Anzio). Πόλη (36.500 κάτ. το 2002) της νοτιοκεντρικής Ιταλίας στο Λάτσιο, επαρχία της Ρώμης. Είναι αλιευτικό λιμάνι στο Τυρρηνικό πέλαγος και κέντρο παραθερισμού. Πρόκειται για το αρχαίο Άντιο (Antium), πατρίδα του Καλιγούλα. Χτίστηκε, σύμφωνα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”